- κοτλέ
- τοείδος ανθεκτικού υφάσματος, η επιφάνεια τού οποίου σχηματίζει ανάγλυφες ραβδώσεις, μικρού ή μεγαλύτερου πλάτους, που διαμορφώνονται με κούρεμα τού πέλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cotele < cote «παΐδι, πλευρό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
τζην — το, Ν άκλ. (υφαντ.) τραχύ και μεγάλης αντοχής ύφασμα, κατασκευασμένο από βαμβάκι ή από πολυεστέρα και βαμβάκι, που βάφεται συνήθως σε αποχρώσεις τού μπλε και χρησιμοποιείται για κατασκευή ενδυμάτων, ιδίως παντελονιών, ή ως υπόβαθρο για διάφορα… … Dictionary of Greek